Εγεννήθη εις Παναγιάν επαρχίας Πάφου. Δόκιμος μονής Κύκκου (1926). Αποφοιτήσας του Παγκυπρίου Γυμνασίου (1936), διωρίσθη διευθυντής Ελληνικής Σχολής Κύκκου και μετά γραμματεύς δ.σ. της μονής. Διάκονος (1938). Ως υπότροφος της μονής εσπούδασεν εις Πανεπιστήμιον Αθηνών Θεολογίαν (1938-1942). Ενεγράφη εις Νομικήν Σχολήν Αθηνών (1942), της οποίας παρακολούθησε μαθήματα μέχρι του 1944, ότε επανέκαμψεν εις Κύπρον. Επιστρέψας εις Αθήνας, εχειροτονήθη εις πρεσβύτερον και προε-χειρίσθη εις αρχιμανδρίτην (1946) εις τον ναόν αγίας Ειρήνης, όπου επί πενταετίαν υπηρέτει ως διάκονος και διωρίσθη προϊστάμενος του ναού αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς. Το ίδιον έτος έτυχεν υποτροφίας υπό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, και μετέβη εις Ηνωμένας Πολιτείας Αμερικής δι' ανωτέρας θεολογικάς σπουδάς.

       Επί διετίαν παρηκολούθησε μαθήματα εις Πανεπιστήμιον Βοστώνης, ειδικευθείς εις Κοινωνιολογίαν της Θρησκείας. Το 1948 εξελέγη μητροπολίτης Κιτίου. Υπό την τελευταίαν του ιδιότητα ίδρυσε το "Κοινόν Ταμείον Κλήρου" και τάς "Φιλοπτώχους Αδελφότητας" Λάρνακος και Λεμεσού, ανεζωογόνησε τα Κατηχητικά σχολεία, ωργάνωσε την "Εβδομάδα Ευαγγελίου". Αποφάσει της Ιεράς Συνόδου ανέλαβε την διεύθυνσιν του Γραφείου Έθναρχίας, συντονιστικού οργάνου των εθναρχικών προσπαθειών, εντός του πλαισίου του διεξαγόμενου αγώνος (1948). Ίδρυσε το περιοδικόν Ελληνική Κύπρος, όργανον της Εθναρχίας (1949-1956), ενώ εισηγήθη και ωργάνωσε την διενέργειαν του Ενωτικού Δημοψηφίσματος (1950).

      Τον ίδιον χρόνον εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Ίδρυσε την Παγκύπριον Εθνικήν Οργάνωσιν Νεολαίας (Π.Ε.Ο.Ν.), ενίσχυσε την εξάπλωσιν των εξαρτωμένων υπό της Εκκλησίας θρησκευτικών σωματείων, επί των οποίων έστηρίχθη κυρίως ό απελευθερωτικός αγών. Παράλληλα με την εσωτερικήν ανασυγκρότησιν εκινητοποίησε τον ελληνικόν παράγοντα με τον σκοπόν αναλήψεως πρωτοβουλιών, ενώ εις τον διεθνή χώρον ηγωνίσθη διά την προώθησιν των εθνικών αιτημάτων του κυπριακού λαού. Εις Αμερικήν ίδρυσε κλάδους της οργανώσεως Justice for Cyprus (Δικαιοσύνη διά την Κύπρον) εις όλας τας μεγάλας πόλεις αυτής. Ηγήθη μετά του στρατηγού Γ. Γρίβα-Διγενή του απελευθερωτικού αγώνος της Ε.Ο.Κ.Α. (1955-1959). Απηλάθη υπό των ?γγλων την 9ην Μαρτίου 1956 εις Σεϋχέλλας με τον μητροπολίτην Κυρηνείας Κυπριανόν, τον Παπασταύρον Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπον Ιωαννίδην. Μετά την επιστροφήν του εις Αθήνας (Απρ. 1957), ανεκηρύχθη επίτιμος δημότης της πόλεως, μαζί με τους συνεξορίστους του. Εις Αθήνας παρέμεινεν επί διετίαν κατόπιν αναλήψεως υποχρεώσεως, όπως μη έπιστρέψη εις Κύπρον.        Τον Φεβρουάριον 1959, κατόπιν προσκλήσεως της βρεττανικής κυβερνήσεως, έλαβε μέρος εις τας διαπραγματεύσεις δια το μέλλον της Κύπρου. Αι συνομιλίαι απέληξαν εις την υπογραφήν της συμφωνίας του Λονδίνου, συνεχείας της συμφωνίας της Ζυρίχης, η οποία είχεν υπογραφή υπό των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρεττανίας, Ελλάδος και Τουρκίας. Τον Μάρτιον 1959 αφέθη ελεύθερος να επανέλθη εις Κύπρον. Τον Δεκέμβριον 1959 εξελέγη πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαθιδρυθείς επισήμως τον Αύγουστον 1960 (16 Αυγούστου η Κύπρος ανεκηρύχθη ανεξάρτητος δημοκρατία). Επανεξελέγη το 1968 και 1973. Τον Ιούλιον 1974, μετά το πραξικόπημα εναντίον του, διασωθείς, κατέφυγεν εις το εξωτερικόν, από όπου επέστρεψε τον Δεκέμβριον του ιδίου χρόνου, αναλαβών και πάλιν τα καθήκοντα Προέδρου μέχρι του έπισυμβάντος θανάτου του. Μέγας ευεργέτης Παγκυπρίου Γυμνασίου. Εξέδωσε το έργον Κύπρος η αγία Νήσος, Αθήναι 1968.

Τιμητικαί διακρίσεις:
       Επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας Πανεπιστημίων Βοστώνης, Αθηνών, της Νομικής Κεράλα (Ινδιών), Θεσσαλονίκης, Μπογκοτά (Κολομβίας), Μάλτας και της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Σωτήρος (Ελλάς), Μεγαλόσταυρος του Τάγματος Γεωργίου Α? (Ελλάς), Μεγαλόσταυρος του Τάγματος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (Πατριαρχείου Αντιοχείας), Παράσημον του Αγίου Βλαδιμήρου (Πατριαρχείου Ρωσσίας), Μεγαλόσταυρος της Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας, Ανώτατον Χρυσούν Παράσημον του Νείλου, Παναμά, Ισημερινού. Επίσης Χρυσούν Μετάλλιον των Δήμων Αθηναίων, Θεσσαλονίκης, Νέας Υόρκης, Μπογκοτά, Σαντιάγκο.

Πηγαί:
       Παγκυπρίου Γυμνασίου Αναμνηστικόν Λεύκωμα επί τη πεντηκονταετηρίδι 1893-1943, 1944, σ. 122 Ελληνικόν Who's Who 1965, σσ. 25-26 Κυπριακόν Who's Who 1968, σσ. 71-73 Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. Η, σσ. 491-496 Επιγραφές και επιγράμματα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, 1992, σσ. 32, 35, 51, 52, 79-82? Σ. Μιχαηλίδη, Ιστορία της κατά Κίτιον εκκλησίας, 1992, σσ. 257, 423-462, 464, 465, 466, 475, 476, 477, 478, 479, 510, 519, 565? Ε. Σουλογιάννη, Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, Αθήνα 1994, σσ. 288-289? εφ. Ο Φιλελεύθερος 4.8.1977, 5.8.1977, 6.8.1977, 9.8.1977, 7.8.1988· περ. Απόστολος Βαρνάβας, τ. ΛΗ (Αυγ. 1977), αρ. 8. Δόκιμος μονής Κύκκου (1907).

       Τον Ιανουάριον 1913 ενεγράφη ως εθελοντής εις Ελληνικόν στρατόν, λαβών μέρος εις Βαλκανικούς πολέμους (ετιμήθη διά σχετικού μεταλλίου). Το 1914, επανερχόμενος εις Κύπρον, εισήχθη εις την Γ? Παγκυπρίου Γυμνασίου, αποφοιτήσας (1918). Εχειροτονήθη διάκονος. Έφορος της μονής (1920-1922), ότε απεστάλη υπό αυτής διά θεολογικάς σπουδάς εις Πανεπιστήμιον Αθηνών, αποπερατώσας αυτάς (1925). Επανελθών εις την μονήν (1926), διωρίσθη έφορος και διευθυντής της εν τη μονή Ελληνικής Σχολής, κηρύττων συγχρόνως τον θείον λόγον εν αυτή και εν τοις περιχώροις. Εχειροτονήθη πρεσβύτερος (1931), εκλεγείς υπό της Αδελφότητος (1937) πρόεδρος δ. σ. της μονής και ηγούμενος (1947)? προχειρισθείς (1948), παρέμεινε ηγούμενος μέχρι τον θάνατόν του (1979). Επί της ηγουμενείας του η μονή ανέπτυξε πλουσίαν εθνικήν και κοινωνικήν δράσιν, ίδρυσε την Ιερατικήν Σχολήν "Απόστολος Βαρνάβας" (1950), ενίσχυσε οικονομικώς τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., ως και την Ελληνικήν Παιδείαν της Νήσου, δια της παραχωρήσεως οικοπέδων διά τάς Σχολάς Μ. Παιδείας και της οικονομικής ενισχύσεως προς ανέγερσιν Σχολών, ως του Παγκυπρίου Γυμνασίου Αρρένων και Θηλέων Κύκκου. Συνέγραψε το βιβλίον: Η Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή του Κύκκου, 1969. Η Εκκλησία Κύπρου του απένειμεν το Χρυσούν Μετάλλιον του Αποστόλου Βαρνάβα.