Ειδική αναφορά αξίζει στον 18ο αι., ο οποίος χαρακτηρίζεται με τα έργα τριών μεγάλων προσωπικοτήτων, άμεσα συνδεδεμένων με την Ιερά Μονή Κύκκου. Ο Εφραίμ ο Αθηναίος συνέγραψε την ιστορία της Μονής, η οποία εκδόθηκε το 1751 στη Βενετία από τον Κυκκώτη πρωτοσύγκελλο Σεραφείμ Πισσίδειο, ο δε αρχιμανδρίτης Κυπριανός εξέδωσε το 1788 Ιστορία της Κύπρου, η οποία αποτελεί μοναδική πρωτογενή πηγή στη διαπραγμάτευση της περιόδου της τουρκοκρατίας. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός από πολλούς θεωρείται και ως ο πρώτος νεοέλληνας ιστορικός. Ξεχωριστή υπήρξε η συμμετοχή της Μονής στον τομέα της διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων με την επιχορήγηση σεβαστού χρηματικού ποσού για την ίδρυση σχολείων στα χωριά και στις πόλεις της Κύπρου. Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις είναι η χρηματοδότηση 2,000 γροσίων το 1819 για την ίδρυση της ελληνικής σχολής Λεμεσού, 2,000 γροσίων το 1830 για την επαναλειτουργία της ελληνικής σχολής Λευκωσίας, την οποία είχε ιδρύσει το 1812 ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και η οποία έκλεισε λόγω των γεγονότων του 1821, 6,000 γροσίων το 1839 για τη λειτουργία ελληνικών σχολών στη Λεμεσό και τη Λάρνακα, καθώς και αλληλοδιδακτικών σχολείων στην Κερύνεια και την Πάφο. Αρκετοί από τους μοναχούς της Ιεράς Μονής Κύκκου υπηρέτησαν την Εκκλησία της Κύπρου ως ιεράρχες και χρησιμοποίησαν το ιερατικό τους αξίωμα για να βοηθήσουν το ταλαίπωρό τους ποίμνιο. Ανάμεσά τους προβάλλουν οι αρχιεπίσκοποι Τιμόθεος (1572-1587/8) και Νικηφόρος (1641-1674) και οι μητροπολίτες Κυρηνείας Χαράλαμπος (1824-1844) και Μελέτιος (1872-1878). Κυκκώτες μοναχοί καταγράφονται και ως στελέχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκτός Κύπρου.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τον αρχιεπίσκοπο Αγκύρας Σεραφείμ Πισσίδειο, ο οποίος στα μέσα του 18ου αιώνα εξέδωσε πολλά βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου, για να στηρίξει την εθνική συνείδηση των τουρκόφωνων Ελλήνων της Καππαδοκίας, τον μητροπολίτη Λοκρίδος Αγαθάγγελο Μυριανθούση (1780-1852), που πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, τον μητροπολίτη Πέτρας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Μελέτιο Ματτέο (1785-1867), μεγάλο ευεργέτη της παιδείας της Κύπρου και της Παλαιστίνης, και τον μητροπολίτη Μεσημβρίας Χαρίτωνα Ευκλείδη (1836-1906), που αγωνίστηκε για τη διάσωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Κυκκώτες επάνδρωναν και τα Μετόχια της Μονής στη Σμύρνη, την Αμάσεια, την Αττάλεια, την Κωνσταντινούπολη, την Κω, την Αδριανούπολη, τη Φιλιππούπολη, την Προύσα και τη Γεωργία.

       Οι προαναφερόμενοι μετατρέπονταν σε κανάλι σύνδεσης της Μονής και της Κύπρου με το υπόλοιπο ορθόδοξο ποίμνιο και τον εκτός Κύπρου ελληνισμό, σε αγωγό μεταλαμπάδευσης πνευματικών επιτευγμάτων και σε μεταδότη τεχνικών νεωτερισμών. Ταυτοχρόνως παρουσιάζονταν και ως φυσικοί διαλαλητές των συνθηκών διαβίωσης των υποδούλων Κυπρίων στα μέρη που υπηρετούσαν. Ασφαλώς κινητήριος μοχλός όλων των δραστηριοτήτων ήταν η αδελφότητα της Μονής, η οποία, σύμμφωνα με τις πηγές, απαριθμούσε 200 μοναχούς το 1678, 400 το 1683, 70 το 1738, 60 το 1745, 180 στις αρχές του 19ου αι. κλπ.

       Η πραγματοποίηση των στόχων που αναφέρθηκαν προϋπέθετε την ύπαρξη οικονομικών πόρων. Μέχρι τελευταίως όλοι πίστευαν πως τα εισοδήματα της Μονής οφείλονταν σε δωρεές και αφιερώματα των πιστών. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως κατέρρευσαν με τα ιστορικά έγγραφα, που τελευταίως είδαν το φως της δημοσιότητας. Αποκαλύπτεται ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία της Μονής κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας αποκτήθηκε με πολύ κόπο και μόχθο από την αδελφότητα των μοναχών. Έτσι σιγά σιγά στην ιδιοκτησία της Μονής άρχισαν να περιέρχονται καλλιεργήσιμες γαίες, μύλοι, αμπελώνες, περιβόλια, ληνοί, σπίτια, οπωροφόρα δένδρα, ελαιόδενδρα, χαρουπόδενδρα και ζώα.

       Οι οικονομικές δραστηριότητες της Μονής πολλές φορές έπαιρναν εθνικές προεκτάσεις, αφού το πεπρωμένο του κυπριακού λαού ήταν άρρηκτα δεμένο με αυτό της θρησκευτικής του πίστης, εκφραστής της οποίας ήταν η Εκκλησία. Αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι το Μοναστήρι του Αρχαγγέλου της Αρχιεπισκοπής, η οποία στις αρχές του 18ου αι. το υποθήκευσε σε Τούρκο δανειστή. Όταν έληξε η ημερομηνία εξόφλησης του δανείου, ο Τούρκος θεώρησε ότι βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να το αρπάξει, αφού, όπως τονίζεται σε έγγραφο της εποχής, "το περισσότερον έπασχεν να λάβη το μοναστήριν διά καταφρόνησιν της πίστεώς μας ". Οι αρχιερείς δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι το Μοναστήρι θα περνούσε σε χέρια Τούρκου, δεν μπορούσαν να ανεχθούν "τοιαύτην αισχύνην και καταφρόνησιν". Τότε η Ιερά Μονή Κύκκου πλήρωσε το χρέος για λογαριασμό της Αρχιεπισκοπής και το έσωσε, ενσωματώνοντάς το στα ιδρύματά της. Έκτοτε της ανήκει και είναι γνωστόν ως Μετόχι του Αρχαγγέλου. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της Λευκωσίας, η οποία διασώθηκε από την ασφυξία και τον μαρασμό, λόγω του ότι κατά τη δεκαετία του 1880 ο ηγούμενος Κύκκου Σωφρόνιος (1861-1890) αγόρασε τα τουρκικά τσιφλίκια του Αγίου Δομετίου, της Έγκωμης και της Λακατάμειας. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Ιερά Μονή Κύκκου αρκετές φορές έγινε αντικείμενο βιαιοπραγιών, εκβιασμών, αρπαγών και λαφυραγωγίας, με αποκορύφωμα τα τραγικά γεγονότα του 1821. Στην εκατόμβη των θυμάτων, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, τους μητροπολίτες και τους άλλους σφαγιασθέντες, συμπεριλαμβάνεται και ο ηγούμενος της Μονής Ιωσήφ.
Αλλά οι κατακτητές δεν αρκέστηκαν στις ανθρώπινες θυσίες. Λεηλάτησαν το μοναστήρι, και το απογύμνωσαν από τα πολυάριθμα ιερά κειμήλια και τους πολύτιμούς του θησαυρούς. Αν και η Μονή βρέθηκε σε δεινή θέση, οι μοναχοί κατόρθωσαν να την επαναδραστηριο-ποιήσουν και να την καταστήσουν ενεργητικό παράγοντα στις κατοπινές εξελίξεις, τόσο μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, όσο και της αγγλοκρατίας.